- κολαστεος
- κολαστέοςadj. verb. к κολάζω См. κολαζω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολαστέος — to be chastised masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέος — α, ο (AM κολαστέος, α, ον) [κολάζω] αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολαστέον η ενέργεια που πρέπει να συγκρατείται, να ελέγχεται από κάποιον … Dictionary of Greek
κολαστέα — κολαστέος to be chastised neut nom/voc/acc pl κολαστέᾱ , κολαστέος to be chastised fem nom/voc/acc dual κολαστέᾱ , κολαστέος to be chastised fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κολαστής chastiser masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέον — κολαστέος to be chastised masc acc sg κολαστέος to be chastised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέοι — κολαστέος to be chastised masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέοις — κολαστέος to be chastised masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέου — κολαστέος to be chastised masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέων — κολαστέος to be chastised masc/neut gen pl κολαστής chastiser masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολαστέῳ — κολαστέος to be chastised masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολασταίος — κολασταῑος, αία, ον (Α) κολαστέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κολαστέος] … Dictionary of Greek
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek